ωάζω

ωάζω
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκούω, τίθημι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωρ. τ. ὤς / ὤας/ ὤατα τού οὖς «αφτί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επωάζω — (AM ἐπῳάζω) 1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα τού σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.) 2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”